- ψυχοσώστρα
- η, Νβλ. ψυχοσώστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοσώστρα — η βλ. ψυχοσώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοσώστης — ο, ΝΜ, θηλ. ψυχοσώστρα Ν αυτός που σώζει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σώστης / σώστρα (< σώζω), πρβλ. ναυαγο σώστης] … Dictionary of Greek
ψυχοσώστης — ο θηλ. ψυχοσώστρα αυτός που σώζει τις ψυχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)